ρατάνη

ρατάνη
και δωρ. τ. ῥατάνα και αιολ. τ. βρατάνα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥατάναν
κορύνην».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥατάνη / βρατάνα ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα wr- τής ΙΕ ρίζας *wer- «στρέφω, λυγίζω», με ένθημα -ŕ- (πρβλ. και αρχ. ινδ. vartate, λατ. verto «στρέφω», γερμ. werden «γίνομαι») και έχει σχηματιστεί είτε μέσω ενός ρηματ. τ. (πιθ. αορ. *Fρατεῖν) είτε μέσω ενός ονοματικού τ. (πιθ. *Fρατη) με επίθημα -άνη (πρβλ. δρεπ-άνη, λεκ-άνη). Στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθ. και ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. βρατάνει
ῥαΐζει ἀπὸ νόσου, ο τ. ἄρρατος* «άκαμπτος», καθώς και ο τ. ῥοτ-αρία (με φωνηεντισμό -ο-, πιθ. αιολικό, και επίθημα -άριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • вертеть — верчу, укр. вертiти, ст. слав. врьтѣти врьштѫ κυκλοῦν (Супр.), болг. врътя, сербохорв. вртjети, словен. vrteti, др. чеш. vrtěti, слвц. vrtet , польск. wierciec, в. луж. wjercic, н. луж. wjerses. Др. ступени чередования представлены в ворот,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ροταρία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τορύνιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥατάνη] …   Dictionary of Greek

  • u̯er-3: H. u̯er-t- (*su̯erkʷh-) —     u̯er 3: H. u̯er t (*su̯erkʷh )     English meaning: to turn, wind     Deutsche Übersetzung: “drehen, wenden”     Grammatical information: causative iterative u̯ortei̯ō     Material: O.Ind. themat. present vartati( tē) “dreht”, Med. “dreht… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”